Ο Κρητικός στοχαστής Ν. Καζαντζάκης αναρωτιέται: «Υπάρχει τίποτα αληθινότερο από την αλήθεια;» για να δώσει στη συνέχεια την απάντηση: «Ναι, το παραμύθι· αυτό δίνει νόημα αθάνατο στην εφήμερη αλήθεια». Το παραμύθι, ο μύθος, η παραβολή δε βγαίνουν έτσι από το μυαλό του παραμυθά, του μυθοπλόκου, του Δάσκαλου, του ιεροφάντη. Πλάθονται σιγά- σιγά, ωριμάζουν μέσα του και μετά με απλά λόγια δίνονται στον κόσμο. Η σκέψη μολώνεται με λόγια, στεργιώνει και βγαίνει από τα χείλη σαν αγκωνάρι του ήθους και της διδαχής για τον σωστό τρόπο ζωής. Βέβαια, ο Καζαντζάκης το δίνει ποιο ποιητικά, το δίνει σαν τριαντάφυλλο. Ας δούμε πως το γράφει στο έργο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:
Χρόνια τώρα με είχε μάθει ένας παλιός ραβίνος, ο Νάχμαν, πώς να καταλαβαίνω πως ήρθε η ώρα ν’ ανοίγω το στόμα να μιλώ, να πιάνω πένα να γράφω. Ήταν απλός, γελαστός, άγιος· αρμήνευε τους μαθητές του πώς να γίνουνται κι αυτοί απλοί, γελαστοί και ν’ αγιάζουν· μα μια μέρα έπεσαν στα πόδια του: – Αγαπημένε Ραβή, του παραπονέθηκαν, γιατί δε μιλάς κι εσύ όπως ο ραβίνος Ζαδίκ, ν’ αραδιάζεις μεγάλες ιδέες, να οικοδομάς μεγάλες θεωρίες, να σε ακούν συνεπαρμένοι, με ανοιχτό στόμα, οι ανθρώποι; Μόνο μιλάς με λόγια απλοϊκά, σαν τις γριές γιαγιάδες, και λες παραμύθια; Ο αγαθός ραβίνος χαμογέλασε· έκαμε κάμποση ώρα ν’ αποκριθεί· τέλος άνοιξε το στόμα: – Μια μέρα, είπε, οι τσουκνίδες ρώτησαν την τριανταφυλλιά: «Κυρα-τριανταφυλλιά, δε μας μαθαίνεις κι εμάς το μυστικό; Πώς φτιάχνεις το τριαντάφυλλο;» Κι η τριανταφυλλιά αποκρίθηκε: «Πολύ απλό ‘ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες· αλάκερο το χειμώνα δουλεύω με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη το χώμα, κι ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Με δέρνουν οι βροχές, με συρομαδούν οι ανέμοι, με πλακώνουν τα χιόνια, μα εγώ ένα μονάχα έχω στο νου μου, το τριαντάφυλλο. Αυτό ‘ναι το μυστικό μου, αδερφές μου τσουκνίδες.» – Δάσκαλε, έκαμαν οι μαθητές, δεν καταλάβαμε. Ο ραβίνος γέλασε: – Κι εγώ καλά- καλά δεν καταλαβαίνω, είπε. – Το λοιπόν, δάσκαλε; – Μου φαίνεται πως ήθελα να πω απάνω- κάτω τούτο: Όταν έχω μια ιδέα, τη δουλεύω καιρό πολύ, αμίλητα, με υπομονή, μ’ εμπιστοσύνη, με αγάπη· κι όταν ανοίγω το στόμα, τι μυστήριο είναι ετούτο, παιδιά μου! όταν ανοίγω το στόμα, η ιδέα βγαίνει παραμύθι. Γέλασε πάλι. – Εμείς οι ανθρώποι το λέμε παραμύθι, είπε· η τριανταφυλλιά το λέει τριαντάφυλλο.